μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… … Dictionary of Greek
μπελαντόνα — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι άτροπος η μπελαντόνα. Έχει ριζικό σύστημα ριζωματώδες, βλαστό διακλαδιζόμενο, ύψους 1 μ., με φύλλα ωοειδή, ακέραια, οξύληκτα, έμμισχα, διατεταγμένα ανά… … Dictionary of Greek
στραμώνιο — Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους.… … Dictionary of Greek
υοσκίνη — η, Ν η σκοπολαμίνη και, ειδικότερα, η αριστερόστροφη μορφή της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyoscine < hyosc (< νεολατ. hyoscyamus < ὑοσκύαμος) + κατάλ. ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
Πάρκινσον, Τζέιμς — (Parkinson, 1755 – 1824). Άγγλος φαρμακοποιός, χειρουργός και παλαιοντολόγος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με την ιατρική, τη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ο Π. υπήρξε ο συγγραφέας αξιόλογων κλινικών… … Dictionary of Greek